- αποσκαπτω
- ἀποσκάπτωἀπο-σκάπτω1) копать, перекапывать
(ταφρεύειν καὴ ἀ. Plat.)
2) окружать окопами, окапывать(ἀ. ἢ ἀποτειχίζειν Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ταφρεύειν καὴ ἀ. Plat.)
(ἀ. ἢ ἀποτειχίζειν Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποσκάπτω — κ. σκάβω κ. σκάφτω (AM ἀποσκάπτω) νεοελλ. τελειώνω το σκάψιμο αρχ. μσν. σκάβω αρχ. αποκλείω σκάβοντας τάφρο … Dictionary of Greek
ἀποσκάπτει — ἀποσκάπτω cut off pres ind mp 2nd sg ἀποσκάπτω cut off pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκάπτοντα — ἀποσκάπτω cut off pres part act neut nom/voc/acc pl ἀποσκάπτω cut off pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκάπτουσι — ἀποσκάπτω cut off pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποσκάπτω cut off pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκάψαι — ἀποσκάπτω cut off aor inf act ἀποσκάψαῑ , ἀποσκάπτω cut off aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέσκαπτον — ἀποσκάπτω cut off imperf ind act 3rd pl ἀποσκάπτω cut off imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσκαμμένην — ἀποσκάπτω cut off perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκαφήσεται — ἀποσκάπτω cut off fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκάπτειν — ἀποσκάπτω cut off pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκάπτεται — ἀποσκάπτω cut off pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκάπτοντας — ἀποσκάπτω cut off pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)